-
1 θέρος
A summer,χείματος οὐδὲ θέρευς Od.7.118
; ; ἐν θέρει, opp. ἐνψύχει, S.Ph.18; θέρεϊ or θέρει, Il.22.151, Hes.Op. 640; τὸ θέρος during the summer, Hdt.1.202; τοῦ θέρεος in the course of it, Id.2.24;τοῦ θέρους Ar.Fr. 463
; θέρεος or θέρους (without the Art.), Hes.Op. 462, Pl.Phdr. 276b, al.;τοῦ παρεστῶτος θέρους S.Ph. 1340
;τοῦ θ. εὐθὺς ἀρχομένου Th.2.47
;κατὰ θέρους ἀκμήν X.HG5.3.19
; θ. μεσοῦντος about mid summer, Luc.Hist.Conscr.1; esp. in Th., campaigning-season, , cf. 2.31, 6.8;τοσαῦτα μὲν ἐν τῷ θ. ἐγένετο 2.68
.II summerfruits, harvest, crop,θ. ἀλλότριον ἀμᾶν Ar.Eq. 392
, cf. D.53.21, AP11.365.3 (Agath.): pl., crops,PFlor.
150.5 (iii A.D.); θέρη σταχύων the ripe ears, Plu.Fab.2: metaph.,πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος A.Pers. 822
, cf. Ag. 1655;τὸ γηγενὲς δράκοντος.. θ. E.Ba. 1026
; of a horse's mane, v. θερίζω 1.3; of a youth's beard, Call.Del. 298, AP10.19 (Apollonid.); alsoτέμνεται τὸ ἱερὸν καὶ ἀπόρρητον θ. τοῦ θεοῦ Τάλλου Jul.Or.5.168d
.III Astron.,τὸ μέγα θ., ὅταν πάντες οἱ πλάνητες ἐν θερινῷ ζῳδίῳ γένωνται Olymp.in Mete.111.30
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий